Γιάννη Τσαούση

 

Η άποψη του Fight Club για την ομάδα των τρυφερών

 

Kiss my Arse(nal) Arsene

 

Μια φορά κι έναν καιρό, στο μικρό δουκάτο του Χάιμπουρι τη διακυβέρνηση ανέλαβε ένας Αλσατός ονόματι Αρσέν Βενγκέρ. Στην αρχή ήταν αυτό που λέμε «καλό και σοβαρό παιδί». Το 1998 όμως, ένα αναπάντεχο γύρισμα της τύχης μεταμόρφωσε αυτόν και τους υπηκόους του στο μόρφωμα που είναι σήμερα. Αυτή είναι η ιστορία τους:

 

Τη χρονιά εκείνη, το αμελητέο δουκάτο του βόρειου Λονδίνου κατάφερε να πάρει το πρωτάθλημα. Ο δούκας Βενγκέρ πίστεψε ότι αυτό θα έβαζε μια και καλή στον χάρτη της κυριαρχίας το βασίλειό του. Όσο όμως οι μέρες περνούσαν, κανείς δεν έδειχνε ν’ ασχολείται σοβαρά μαζί του. Τα μεν μεγάλα δουκάτα του Μάντσεστερ, του Λίβερπουλ και του Τσέλσι τον αντιμετώπιζαν ως παρία και δεν τον καλούσαν ποτέ στις συνάξεις τους, ο δε υπόλοιπος κόσμος τον αντιμετώπιζε ως κάτι διασκεδαστικά εξωτικό. Τότε, του μπήκε στο μυαλό μια σατανική ιδέα: Να γίνει ο ίδιος, ο απόλυτος διαφημιστής και προπαγανδιστής της «πραμάτειας» του. Να δημιουργήσει δηλαδή κάτι με αξία πολύ μεγαλύτερη από την πραγματική και να αναγκάσει τους πάντες να υποκλιθούν στο μεγαλοφυές έργο του.

 

Τα καλολογικά στοιχεία του μύθου

 

Το σχέδιο «προσέξτε μας κι εμάς λιγουλάκι» μπήκε αμέσως σε εφαρμογή: ο προνοητικός Βενγκέρ σκάρωσε ένα εξαετές πλάνο, σκοπός του οποίου ήταν να φτάσει η ομάδα του δουκάτου με το πολεμοχαρές όνομα Arsenal (=οπλοστάσιο) στην παγκόσμια ποδοσφαιρική καταξίωση.

Το πρώτο πράγμα που έκανε ο πανούργος δούκας ήταν να ξεσκαρτάρει το υλικό του: Το σύνθημα που για χρόνια άλλωστε δονούσε τις κερκίδες του γηπέδου, ήταν το «boring, boring Arsenal». Αφού λοιπόν απέσυρε όλους τους Ντίξον, Άνταμς και Γουίντερμπερν του κόσμου τούτου, αποφάσισε ότι οι Άγγλοι δεν του κάνουν γενικώς. Καθόλου περίεργο, ποτέ του –άλλωστε- ο συγκεκριμένος λαός δεν φημιζόταν για την ποδοσφαιρική του ποιότητα. «Έλα μωρέ, παπούτσι από τον τόπο σου...» σκέφτηκε ο Βενγκέρ κι άρχισε η εισαγωγή Γάλλων και λοιπών νατουραλιζέ παικτών στο Χάιμπουρι. Το επόμενο βήμα ήταν να τους τονώσει το ηθικό: Εν μια νυκτί λοιπόν, ο Τιερί Ανρί έγινε Αντιβασιλέας, ο Ρομπέρ Πιρές Μέγας Αυλάρχης, ο Πατρίκ Βιεϊρά Στρατάρχης και πάει λέγοντας. Μη λογαριάζοντας τις συνέπειες των πράξεών του, ο δούκας προχώρησε στο τρίτο μέρος του σχεδίου: Να κερδίσει τις μάχες που θα του εξασφάλιζαν θέση στο ποδοσφαιρικό πάνθεον. Μάλιστα ήταν τόσο σίγουρος ότι θα τα κατάφερνε, που στην αρχή κάθε χρονιάς δήλωνε ότι «φέτος πάμε να τα πάρουμε όλα».

Δυστυχώς γι’ αυτόν, τα πράγματα κύλησαν διαφορετικά. Ήττες σε κρίσιμα παιχνίδια, γκρίνιες, αποκλεισμοί κι αυτή η μόνιμη αίσθηση του «δευτεροτρίτου». Η αντίδραση του Βενγκέρ σε όλα αυτά, ήταν ο αντιπερισπασμός: Όταν η ομάδα του κέρδιζε αυτοαποθεωνόταν, όταν έχανε έφταιγε πάντα ο διαιτήτής, τα σκοτεινά συμφέροντα και ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον. Όταν κι αυτά στέρεψαν, πάνω στην απελπισία του έκανε κάτι πρωτοφανές: Άρχισε να μιλάει για θέματα, στα οποία ουδείς είχε ζητήσει τη γνώμη του! Από το πως πρέπει να παίζει η Ρεάλ, μέχρι το ποια είναι η σωστή απόχρωση των κρασιών Βουργουνδίας, μέχρι τη χρησιμότητα των πυρηνικών δοκιμών στην ατόλη Μουρορόα... Ο καλός ο μύλος αλέθει τα πάντα προκειμένου να παραμείνει στην επικαιρότητα. Κι αν αυτό είναι δύσκολο να συμβεί λόγω της ομάδας «ε, ας γίνει τουλάχιστον για τον βερμπαλισμό μου» σκέφτηκε ο σαρδόνιος δούκας. Κι έτσι η ιστορία αυτή συνεχίζεται ίδια κι απαράλλαχτη μέχρι σήμερα.

 

Η ωμή πραγματικότητα των δεδομένων

 

Έχοντας πλέον συμπληρώσει οκτώ χρόνια στον πάγκο της Άρσεναλ, ο Αρσέν Βενγκέρ δεν έχει και πολλά πράγματα για τα οποία δικαιούται να υπερηφανεύεται. Ενώ το 1996 ξεκίνησε «σεμνά και ταπεινά» να κτίζει την ομάδα και ταυτοχρόνως τη δική του φήμη (μην ξεχνάμε την προπονητική «αρπαχτή» στη γιαπωνέζικη Γκράμπους Έιτ Ναγκόγια την περίοδο 1995-96), βιάστηκε να πιστέψει ότι αυτή ήταν πλασμένη για πολύ σπουδαιότερα πράγματα από τις αντικειμενικές της δυνατότητες. Τα δύο πρωταθλήματα και τα τρία κύπελα Αγγλίας σε οκτώ χρόνια δεν στοιχειοθετούν επαρκώς τον όρο «ομάδα παγκόσμιας κλάσης» κι αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, διότι το αγγλικό πρωτάθλημα έχει 4-5 ομάδες που παλεύουν για τον τίτλο -κάνοντας τον ανταγωνισμό ασθενέστερο- άρα, με το νόμο των πιθανοτήτων και τα εκατομμύρια λίρες που ξόδεψε, 2/8 κούπες θα τις έπαιρνε. Πολύ περισσότερο, αν η Άρσεναλ συμμετείχε στο ισπανικό ή το ιταλικό πρωτάθλημα κι ο 55χρονος Αλσατός έκανε στην αρχή της χρονιάς δηλώσεις για «πρωτάθλημα», το πιθανότερο είναι στο τέλος της να έψαχνε για δουλειά. Δεύτερον, και σε άμεση σχέση με το πρώτο, διότι η πραγματική αξία μιάς ομάδας που θέλει να λέγεται κορυφαία, μετρίεται στο Τσάμπιονς Λιγκ. Εκεί, οι «Γκάνερς» έχουν χάσει τα αυγά και τα πασχάλια. Μόλις δύο φορές έχουν καταφέρει να φτάσουν ως τα προημιτελικά της διοργάνωσης κι εκεί, πρώτα η Βαλένθια και μετά η Τσέλσι τους έκαναν να γυρίσουν σπίτι με κατεβασμένα αυτιά. Χαρακτηριστικότατοι, δε, είναι οι αριθμοί των εκτός έδρας παιχνιδιών της Άρσεναλ στην κορυφαία ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση: εννιά νίκες, οκτώ ισοπαλίες και 15 ήττες σε σύνολο 32 παιχνιδιών, με τέρματα 37-42. Που πας με φόρα ρε Γαλλομήτρο;

 

Που πας όταν, μεταξύ των 41 παικτών που υπάρχουν συνολικά στο ρόστερ σου, μόλις οι επτά είναι Άγγλοι (Κάμπελ, Κόουλ, Τέιλορ, Πέναντ, Χόιτ, Γκάρι, Σμιθ), ενώ 11 είναι Γάλλοι και γαλλόφωνοι (Βιεϊρά, Πιρές, Ανρί, Φλαμινί, Σιγκάν, Κλισί, Αλιαντιέρ, Λαουρέν, Τουρέ, Σεντέρος, Ντζουρού);

Κυρίως, που πας μ’ έναν 35χρονο κουμπαρά για τερματοφύλακα, που έβαλε μέσον για να παίξει (στα γηρατειά του) στην εθνική Γερμανίας; Που πας ποτίζοντας τους γύρω σου με μία αίσθηση ποδοσφαιρικής «αρείας» ανωτερότητας, για να καλύψεις τις προσωπικές σου ανασφάλειες και τις γηπεδικές σου αδυναμίες; Που πας με μία ομάδα νοοτροπίας «μη μου άπτου», στην οποία ο δίμετρος Βιεϊρά πέφτει για να κερδίσει πέναλτι, ο Λιούνγκμπεργκ σου γκρινιάζει μεσούντος του παιχνιδιού ότι «δεν τον παίζουν τ’ άλλα παιδάκια», ο Ρέγιες θέλει να γυρίσει στη Σεβίλλη γιατί κρυώνει κι ο «αβάν γκαρντ Ναπολέων» Ανρί προβάρει κατ’ εξακολούθηση το μπλαζέ ύφος, μόνο και μόνο επειδή η φανέλα του δεν έχει εσωτερική τσέπη για να βάζει το χέρι του, όπως ακριβώς και το είδωλό του;

 

Όπου και να βγάλει η πορεία τον Βενγκέρ και την ομάδα του πάντως, ένα είναι βέβαιο: Αν ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, τότε η Άρσεναλ έχει ήδη ρεζερβέ «πρώτο τραπέζι νύστα» στον παράδεισο της ποδοσφαιρικής γελοιοποίησης.